Πως διαμορφώνεται η αγορά κατοικίας κατά το Α' εξάμηνο 2025
- Συμεών Βογιατζόγλου
- 30 Σεπ
- διαβάστηκε 2 λεπτά

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το β’ τρίμηνο του 2025, ο γενικός δείκτης τιμών διαμερισμάτων αυξήθηκε κατά 7,3% σε ετήσια βάση. Αν και η άνοδος αυτή είναι χαμηλότερη από το 9,8% που είχε καταγραφεί το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, παραμένει ενδεικτική της δυναμικής που εξακολουθεί να διατηρεί η αγορά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση ξεπέρασε ελαφρά την επίδοση του α’ τριμήνου (7%), στοιχείο που δείχνει μια σταθερή ανθεκτικότητα, παρά το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον.
Σε επίπεδο γεωγραφικής κατανομής, η Αθήνα σημείωσε άνοδο 5,9% στο β’ τρίμηνο, έναντι 5,2% στο πρώτο, παρουσιάζοντας μια ήπια επιτάχυνση. Η Θεσσαλονίκη κινήθηκε υψηλότερα, με 8,8%, αν και με μικρή επιβράδυνση από το 10,1% του α’ τριμήνου. Οι υπόλοιπες μεγάλες πόλεις κατέγραψαν άνοδο 8,5%, ποσοστό που αποτυπώνει μια σαφή ενίσχυση της περιφερειακής ζήτησης.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφοροποίηση μεταξύ παλαιών και νεόδμητων κατοικιών. Στα νεόδμητα διαμερίσματα η αύξηση περιορίστηκε στο 6,8%, ενώ στα παλαιά σημειώθηκε εντονότερη άνοδος 7,6%, γεγονός που αποδίδεται στο χαμηλότερο σημείο εκκίνησης των τιμών και στη μεγαλύτερη διαθεσιμότητα.
Σύμφωνα με στοιχεία της RE/MAX Ελλάς, η κατηγορία ακινήτων με επιφάνεια 76–100 τ.μ. συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των αγοραστών το 2024, καλύπτοντας το 26,2% των συναλλαγών, έναντι 23,2% το 2023. Πρόκειται για κατοικίες που προσφέρουν επαρκή χώρο για οικογένειες, χωρίς να επιβαρύνουν υπέρμετρα με κόστος αγοράς και συντήρησης.
Στη δεύτερη θέση προτίμησης βρίσκονται διαμερίσματα 51–75 τ.μ., με μερίδιο 23,4%, ενώ σημαντική παραμένει και η ζήτηση για ακόμα μικρότερα ακίνητα έως 50 τ.μ. (22,6%). Η τελευταία κατηγορία, αν και παρουσιάζει ελαφρά υποχώρηση σε σχέση με το 2023 (24,7%), διατηρείται ψηλά στις επιλογές κυρίως λόγω του επενδυτικού ενδιαφέροντος που προσελκύει – από βραχυχρόνιες μισθώσεις έως φοιτητική στέγη.
Αντίθετα, τα μεγαλύτερα ακίνητα φαίνεται να χάνουν έδαφος. Κατοικίες 101–150 τ.μ. αφορούν το 18,3% των αγοραστών, ενώ οι πολύ μεγάλες άνω των 151 τ.μ. περιορίζονται στο 9,5%. Το γεγονός αυτό αντανακλά αφενός την οικονομική στενότητα, αφετέρου μια αλλαγή στις προτεραιότητες: το ζητούμενο δεν είναι πλέον η πολυτέλεια του χώρου, αλλά η ισορροπία κόστους και λειτουργικότητας.
Η τρέχουσα δυναμική δείχνει ότι η αγορά κατοικίας εισέρχεται σε μια φάση αναπροσαρμογής, όπου η ζήτηση επικεντρώνεται σε «ρεαλιστικά» ακίνητα, τα οποία ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες της μέσης οικογένειας. Εάν οι τιμές συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία χωρίς παράλληλη βελτίωση των εισοδημάτων, η στροφή αυτή προς μικρότερες και πιο οικονομικές κατοικίες αναμένεται να ενταθεί.








Σχόλια