top of page

Υπεραξία έως 76%

  • moneyreview.gr
  • 25 Ιουλ
  • διαβάστηκε 3 λεπτά

Τα οφέλη από την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών

ree

Πολλαπλά είναι τα δυνητικά οφέλη από την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών, ιδίως όσων εξακολουθούν να κατατάσσονται στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της εταιρείας ReDataset, του τμήματος Data & AI της Resolute Cepal Greece (RCG), ανάλογα με την περιοχή και την ύπαρξη ή μη επαρκούς αποθέματος «πράσινων» κατοικιών, μπορούν να προκύψουν πολύ σημαντικές διαφορές των τιμών, που φτάνουν ακόμη και στο 76% υπέρ του ενεργειακά αναβαθμισμένου ακινήτου, έναντι του μη αναβαθμισμένου στην ίδια περιοχή.


Ασφαλώς, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η διαφορά στην τιμή δεν οφείλεται μόνο στην κατηγορία του ενεργειακού πιστοποιητικού, καθώς κατά κανόνα τα ενεργειακά αποδοτικότερα ακίνητα τείνουν να είναι και νεότερης κατασκευής, κάτι που επίσης συμβάλλει στην άνοδο της τιμής. Ωστόσο, ουδείς αρνείται ότι ένα ανακαινισμένο και ενεργειακά αναβαθμισμένο σπίτι μπορεί να εξασφαλίσει σημαντικά υψηλότερη τιμή πώλησης. Στο κέντρο της Αθήνας, το 34,5% των κατοικιών που διατίθενται προς πώληση ανήκει στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες του ενεργειακού πιστοποιητικού. Η δε ζητούμενη τιμή πώλησης είναι 2.020 ευρώ/τ.μ. έναντι 3.330 ευρώ/τ.μ. των διαμερισμάτων που εντάσσονται στις πιο υψηλές κατηγορίες (από Β΄ και πάνω), που είναι σχεδόν 40% ακριβότερα.


Ακόμα σημαντικότερες είναι οι διαφορές ανάμεσα στα «πράσινα» ακίνητα και σε όσα βρίσκονται στις δύο χαμηλότερες κατηγορίες, σε περιοχές των δυτικών και των νοτίων προαστίων. Για παράδειγμα, στο Περιστέρι, ένα «πράσινο» σπίτι πωλείται αντί 2.870 ευρώ/τ.μ. ή 76% ακριβότερα από ένα μη αναβαθμισμένο διαμέρισμα. Στο Αιγάλεω η απόκλιση αγγίζει το 70,5% (2.760 ευρώ/τ.μ. έναντι 1.620 ευρώ/τ.μ.).


Αντίστοιχα, στον Δήμο Ελληνικού – Αργυρούπολης η διαφορά ανάμεσα σε ένα «πράσινο» σπίτι και ένα παλιότερο και μη αναβαθμισμένο προσεγγίζει το 70% (5.000 ευρώ/τ.μ. έναντι 2.940 ευρώ/τ.μ.).


Πλέον όμως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κι άλλος ένας παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για την υλοποίηση έργων ενεργειακής αναβάθμισης και ιδίως αντικατάστασης των συστημάτων θέρμανσης, πετρελαίου ή φυσικού αερίου, με νεότερες τεχνολογίες, που δεν χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα, όπως αντλίες θερμότητας.


Από την 1η Ιανουαρίου του 2027 θα τεθεί σε ισχύ ένας νέος κανονισμός της Ε.Ε., βάσει του οποίου ορυκτά καύσιμα, δηλαδή βενζίνες, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και κάθε άλλο καύσιμο που εκπέμπει ρύπους και χρησιμοποιείται σε κτίρια για θέρμανση, στις οδικές μεταφορές ή σε μικρές βιομηχανίες, θα επιβαρύνονται με ένα νέο φόρο ρύπων. Στόχος του μέτρου είναι οι εκπομπές ρύπων να μειωθούν κατά 42% έως το 2030 σε σχέση με το 2005.


Ουσιαστικά, δηλαδή, η προμήθεια με πετρέλαιο θέρμανσης ή φυσικό αέριο στην περίπτωση των κατοικιών θα έχει πρόσθετο κόστος, ακριβώς λόγω αυτού του νέου φόρου ρύπων. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να καταστήσει την αντικατάσταση παλιών συστημάτων θέρμανσης πρώτη προτεραιότητα για κάθε ενεργειακή αναβάθμιση, καθώς με τον τρόπο αυτό όχι μόνον ο χρήστης θα εξοικονομεί ενέργεια από τη χρήση νέων τεχνολογιών, αλλά θα αποφεύγει και το τέλος ρύπων.


Αν η αναβάθμιση συνοδεύεται και από εργασίες μόνωσης και αντικατάστασης παλιών κουφωμάτων, το όφελος θα είναι ακόμη μεγαλύτερο, καθώς το ακίνητο θα έχει και χαμηλότερη ενεργειακή ανάγκη για να θερμανθεί ή να ψυχθεί.


Σύμφωνα με εκτιμήσεις έρευνας του Green Tank, τον μεγαλύτερο κίνδυνο από το νέο αυτό μέτρο διατρέχουν τα ενεργειακά ευάλωτα νοικοκυριά της χώρας, που υπολογίζονται σε 1,15-1,17 εκατ. ή στο 26,5% του συνόλου.


Με βάση την πρόσφατη απογραφή κτιρίων του 2021 που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, 1,94 εκατ. κατοικίες, που αντιστοιχούν σχεδόν στο 1/3 του συνολικού κτιριακού αποθέματος της χώρας, έχουν κατασκευαστεί από το 1945 έως το 1980 και είναι δεδομένο ότι χρήζουν εκτεταμένων αναβαθμίσεων, καθώς στερούνται μονώσεων και σύγχρονων συστημάτων θέρμανσης.

Σχόλια


bottom of page